- θεόκλητος
- θεόκλητοςsung by godsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
Πολυειδής ή Πολυείδης, Θεόκλητος — (Αδριανούπολη; τέλη 18ου αι. – 1754;/1759;). Έλληνας κληρικός, λόγιος και εκπαιδευτικός. Νέος χειροτονήθηκε μοναχός (το κοσμικό του όνομα ήταν Θεόδωρος) στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων, όπου χρημάτισε και ηγούμενος. Το 1713 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek
Φαρμακίδης, Θεόκλητος — (Νιμπεγλέρ, Θεσσαλία 1784 – Αθήνα 1860). Λόγιος κληρικός, πρωτοπόρος δημοσιογράφος και ο τελευταίος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης πνευματικής παράδοσης του Κοραή. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του και στη Λάρισα συμπλήρωσε αργότερα στη Μεγάλη… … Dictionary of Greek
θεόκλητον — θεόκλητος sung by gods masc/fem acc sg θεόκλητος sung by gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλήτοιο — θεόκλητος sung by gods masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλήτοις — θεόκλητος sung by gods masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλήτου — θεόκλητος sung by gods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλήτους — θεόκλητος sung by gods masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλήτων — θεόκλητος sung by gods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλήτῳ — θεόκλητος sung by gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)